- προθύσηται
- προθύ̱σηται , προθύωsacrificeaor subj mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθύω — Α 1. προσφέρω θυσία προηγουμένως 2. ενεργώ ως προθύτης 3. μτφ. σφάζω κάποιον προηγουμένως («δέδια μὴ προθύσηταί με τοῡ πολέμου χεῑρα οὐ μικρὰν ἤδη περιβελβημένος», Λουκιαν.) 4. θυσιάζω για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θύω «θυσιάζω»] … Dictionary of Greek